-
1 группировать
-рую, -руешьρ.δ.μ.ενώνω, συγκεντρώνω σε ομάδες• κατανέμω σε γκρουπ• συγκροτώ.ενώνομαι, συγκεντρώνομαι κατά ομάδες• συγκροτούμαι. -
2 группировка
-и θ.ένωση, συγκέντρωση κατά ομάδες• συγκρότηση• κατανομή σε ομάδες. -
3 разгруппировать
-
4 работа
1. (физический процесс, труд) η εργασί/α, η δουλειάарматурные - ы η εγκατάσταση/τοποθέτηση ενισχύσεωνбетонные - ы - ες σκυροδέματος, разг. τα μπετάземлечерпательные - ы - ες εκσκαφής/εκβάθυνσηςнаучно-исследовательская - η επιστημονική έρευνα/εργασίαпосменная - με/σε βάρδιεςрезная - τα γλυπτά, τα σκαλιστάуборочные - ы - ες συγκομιδής/θέρουςумственная - πνευματική -, διανοητική -2. (функционирование) η λειτουργίαη εργασίαбезотказная - άνευ αστοχιών/βλαβώνбесперебойная - συνεχής -, αδιάκοπη -- вразнос (о двигателе) παράφορη -, το σκορτσάρισμα (του κινητήρα)- конструкции η συμπεριφορά της κατασκευής, η διαγωγή της κατασκευήςнепрерывная - συνεχής -, αδιάλειπτη -периодическая - διαλείπουσα -, διακοπτόμενη -- с данными вчт. η επεξεργασία στοιχείων- σε φάση3. (готовое изделие, продукт труда) η δουλειά, το έργο, η εργασία*плохого качества - κακής ποιότητας работать 1. (применять свой труд, трудиться) εργάζομαι, δουλεύω2. (функцио-нировать) λειτουργώ, δουλεύω 3. (ο машинах и т.п.) λειτουργώ 4. (πο металлу, по дереву) δουλεύω/επεξεργάζομαι (το μέταλλο, το ξύλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работа
-
5 разбивка
1. (ломка, разрушение) η θραύση, το σπάσιμο 2. (деление на части) το χώρισμα, η υποδιαίρεση, η ομαδοποίηση 3. (планировка наместности какого-л. сооружения) το σημάδεμα, η χάραξη 4. полигр. оδιαχωρισμός, ο δημιουργία διαστημάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разбивка
-
6 разгруппировать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разгруппировать
-
7 вредительский
επ.επιζήμιος, βλαβερός, σαμ-ποταρίστικός•-ие группы σαμποταριστικές ομάδες•
-ое действие σαμποταριστική δράση.
-
8 лапта
-ы θ.1. είδος παιγνιδιού με τόπι και σε δυο ομάδες.2. ράβδος αυτού του παιγνιδιού. -
9 мелкий
επ., βρ: мелок, мелка, мелко; мельче, мельчайший.1. λεπτός, λεπτόκοκκος, ψιλός, ψιλόκοκκος•мелкий песок ψιλός άμμος•
мелкий дождь ψιλή βροχή•
мелкий снег κοκκορόχιονο;
μικρός, ολιγάριθμος•-ие группы μικρές ομάδες.
2. μικρού μεγέθους•-ая рыба μικρό ψάρι•
-ие орехи μικρά καρύδια•
-ие кусочки μικρά κομματάκια•
-ие морщины μικρές ρυτίδες•
мелкий собственник μικροϊδιοκτήτης•
-ая буржуазия η μικρή αστική τάξη•
мелкий мещанин μικροαστός•
мелкий служащий δημόσιος μικρουπάλληλος•
-ие роли μικροί (δευτερεύοντες) ρόλοι•
мелкий рогатый скот τα λιανά ζώα (τα γιδοπρόβατα)•мелкий
мелкий торговля το μικρεμπόριο.3. αβαθής, ρηχός•-ая река άβαθο ποτάμι•
-ая тарелка ρηχό πιάτο.
εκφρ.- ие деньги – τα ψιλά, τα λιανά, τα λιανώματα•- ая сошка – ασήμαντος άνθρωπος, ανθρωπάριο. -
10 партия
-и θ.1. το κόμμα•коммунистическая партия κομμουνιστικό κόμμα•
социалистическая σοσιαλιστικό κόμμα•
привая партия δεξιό κόμμα•
левая партия αριστερό κόμμα•
член -и μέλος του κόμματος•
принимать в -ю παίρνω (προσλαμβάνω) στο κόμμα.
2. ομάδα• τμήμα• συνεργείο•играки разделились на две -и οι παίχτες χωρίστηκαν σε δυό ομάδες.
3. παρτίδα• μερίδα ποσότητα•партия товаров παρτίδα εμπορευμάτων.
4. (χαρτπ., σκάκι κ.τ.τ.) παρτίδα, ένα παιγνίδι•отыгранная партия η ρεβάνς.
|| οι παίχτες ενός παιγνιδιού.5. παρτίδα μουσική. || οι νότες μουσικής παρτίδας. || το σόλο στο μελόδραμα.6. γάμος•неровная партия άνισος (αταίριαστος) γάμος•
она тебе не партия αυτή δεν ταιριάζει με σένα.
εκφρ.сделать ή составить выгодную ή хорошую -ю – παλ. καλοπαντρεύομαι•состивить -ю – (για χαρτπ., σκάκι κ.τ.τ.) βρίσκω παρέα για παιγνίδι. -
11 пачка
-и θ.1. πακέτο• πάκο χαρτόδεμα, η δέσμη•пачка денег δέσμη χρημάτων•
пачка чаю πακέτο τσάι.
2. (ορυκτ.) στρώμα.3. φούστα μπαλαρίνας.4. επίρ. -ами κατά ομάδες, αλληλοδιαδόχως κομπολόϊ.εκφρ.стрелять -ами – ρίχνω μπαταρίες. -
12 полярный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноπολικός•-ые льды πολικοί πάγοι•
-ые острова πολικά νησιά.
(φυσ.) πολικός, της πόλωσης•-ые группы атомов πολικές ομάδες ατόμων.
|| μτφ. άκρος αντίθετος, διαμετρικά αντίθετος• αντιφρονών. -
13 разделить
-елю, -елишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разделенный, βρ: -лен, -лена -леноρ.σ.μ.1. (δια)μοιράζω, διανέμω• (δια)χωρίζω•разделить яблоко на пять частей χωρίζω το μήλοσεπέντε μέρη•
разделить книгу на глэвы χωρίζω το βιβλίο σε κεφάλαια•
разделить наследство μοιράζω την κληρονομιά.
2. διχάζω, διχοτομώ. || απομονώνω, ξεκόβω.3. συμμετέχω, παίρνω μέρος.4. συμμερίζομαι, συμπονώ, συμπάσχω•разделить участь чью-н. συμμερίζομαι τον πόνο (κακή τύχη) κάποιου•
разделить радость συμμετέχω στη χαρά.Π συμφωνώ, συμμερίζομαι (για γνώμη, άποψη κ.τ.τ,).
5. (μαθ.) διαιρώ•разделить десять на два διαιρώ το δέκα με το δύο.
1. (δια)χωρ ίζομαι, διχάζομαι•река в этом дасте -лась на два рукава το ποτάμι σ αυτό το μέρος χώρισε σε δυο βραχίονες•
отряд -лся на три партии το τμήμα σε τρεις ομάδες.
2. μτφ. μοιράζομαι•мнения -лись οι γνώμες διχάστηκαν.
3. χωρίζω•дети после смерти отца -лись τα παιδιάμετά το θάνατο του πατέρα χώρισαν.
4. (μαθ.) διαιρούμαι. -
14 разделять
ρ.δ. разделить.1. βλ. разделиться.2. χωρίζομαι, κατατέμνομαι (σε τμήματα, ομάδες κλπ.). -
15 раздробить
-блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздробленный, βρ: - -лен, -лена, -лено κ. раздробленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. θρυμματίζω, κάνω θρύψαλα, (δια)θρύπτω•стакан κάνω θρύψαλα το ποτήρι.
|| θραύω, σπάζω•пуля -ла ему кость правой ноги η σφαίρα του έκανε θρύψαλα το κόκκαλο του δεξιού ποδιού.
|| διασπώ, διαμελίζω, κατακομματιάζω.3. (μαθ.) μετατρέπω•раздробить метры в сантиметры μετατρέπω τα μέτρα σε εκατοστά (πόντους).
1. σπάζω, θραύομαι, τεμαχίζομαι, κομματιάζομαι. || θρυμματίζομαι, γίνομαι θρύψαλα.2. διαμελίζομαι, χωρίζομαι, κατατέμνομαι (σε τμήματα, ομάδες). -
16 раздробление
-я ουδ.1. θραύση, σπάσιμο• θρυμμάτισμα•раздробление костей осколком σπάσιμο των κοκκάλων από θραύσμα βλήματος.
2. κατάτμηση, κατατεμαχισμός• διαμελισμός• χωρισμός (σε ομάδες κ.τ.τ.). -
17 разрядный
επ.1. της κατηγορίας, με κατηγορία•-ые группы ομάδες κατηγορίας.
2. (απλ.) της διάταξης•- ые книги βλ. разряд1 (4 ση μ.).
-
18 сложить
сложу, сложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. βάζω, ΐοποθετώ με τη σειρά, με τάξη, τακτοποιώ•сложить дрова в поленницу θημωνιάζω τα καυσόξυλα•
сложить вещи в чемодан τακτοποιώ τα πράγματα στη βαλίτσα.
2. προσθέτω•сложить три с шестью προσθέτω το τρία με το έξι•
сложить два и один προσθέτω δύο και ενα.
3. συνθέτω, ενώνω• φτιάχνω (από τεμάχια)•сложить домик из кубиков φτιάχνω σπιτάκι από κύβους.
4. χτίζω•сложить пчку χτίζω θερμάστρα.
5. συνθέτω•сложить песню συνθέτω τραγούδι•
сложить стих φτάχνω ποίημα (στ ιχουργώ).
6. διπλώνω•сложить салфетку διπλώνω την πετσέτα του φαγητού.
|| συμπτύσσω, μαζεύω, κλείνω•сложить нож κλείνω το σουγιά.
|| συμπτύσσω• σταυρώνω•сложить руки на груди σταυρώνω τα χέρια στο στήθος•
сложить ноги κάθομαι σταυροπόδι-- губы σουφρώνω τα χείλη.
7. κατεβάζω, αποθέτω•сложить ношу с плеч κατεβάζω το φορτίο από τους ώμους.
|| παλ. ακυρώνω, καταργώ, χαρίζω (ποινή, φταίξιμο).8. καταθέτω την εντολή• παραδίνω τα καθήκοντα• παραιτούμαι• απαλλάσσομαι από κάτι.εκφρ.сложить всла – αφήνω τα κουπιά (παύω να κωπηλατώ)•сложить голову ή кости – κλίνω (γέρνω) το κεφάλι, αφήνω τα κόκκαλα (πεθαίνω)•сложить оружие – καταθέτω το όπλο (παραδίνομαι)•сложить руки – σταυρώνω τα χέρια (παύω να δρω)•сложа руки сидеть – κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια (δεν κάνω τίποτε).1. φτιάχνομαι, γίνομαι. || συγκροτούμαι,., οργανώνομαι (σε ομάδες κ.τ.τ.).2. συντίθεμαι.3. καθιερώνομαι, ριζώνομαι•у меня -лась привычка μου έγινε συνήθεια•
-лись цены καθιερώθηκαν οι τιμές.
|| παίρνω τροπή, φάση, στροφή•обстоятельства -лись благоприятно οι περιστάσεις πήραν ευνοΐκή τροπή.
4. ωριμάζω, αντρώνομαι. || μτφ. διαμορφώνομαι, διαπλάθομαι•характер у него ещё не -лся ο χαρακτήρας του ακόμα δε διαμορφώθηκε.
|| αποκτιέμαι.5. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι• διπλώνομαι.6. συνεισφέρω χρήματα (για κοινήυπόθεση).7. μαζεύω τα πράγματα μου (για αναχώρηση).
См. также в других словарях:
ὁμάδες — ὁμάς the whole fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διεθνείς Ταξιαρχίες — Ομάδες εθελοντών από όλο τον κόσμο που συνέρευσαν μαζικά στην Ισπανία στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1936 39). Πολέμησαν στο πλευρό των Δημοκρατικών και εναντίον του στρατιωτικού κινήματος υπό την ηγεσία του στρατηγού Φρανσίσκο Φράνκο, ο… … Dictionary of Greek
Ζουλού — Ομάδες Μπαντού της νότιας Αφρικής. Προήλθαν, αρχικά, από το ανατολικό τμήμα της ισημερινής Αφρικής και σήμερα ζουν στη Νατάλη. Κατά τον 16ο και 17ο αι. κατέβηκαν προς τα νότια, κατά μήκος της παράκτιας λωρίδας του Ινδικού ωκεανού, εκτοπίζοντας… … Dictionary of Greek
μεριστώματα — Ομάδες εμβρυακών κυττάρων που διατηρούν την ικανότητα διαίρεσης τους σε όλη τους τη ζωή. Τα νέα κύτταρα που προκύπτουν από αυτές τις διαιρέσεις, θα σχηματίσουν με διαφοροποίηση τους ιστούς και τα όργανα του φυτού. Τα κύτταρα των μ. έχουν κάποια… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek